- φυλογενετικός
- η , ό[ν] биол филогенетический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυλογενετικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογένεση (βλ. λ.): Φυλογενετικός νόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυλογενετικός — ή, ό, Ν 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυλογένεση, που σχετίζεται με την εξελικτική ιστορία και τη γραμμή καταγωγής ενός είδους ή μιας ανώτερης ταξινομικής μονάδας, δηλαδή που περιγράφει τα στάδια τής εξελικτικής ιστορίας τών ομάδων… … Dictionary of Greek